σιτώνιος

σιτώνιος
-ον, ΜΑ [σιτώνης]
μσν.
πιθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σιτάρι
αρχ.
1. αυτός που υπόκειται σε φόρο επιβαλλόμενο στα δημητριακά
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σιτώνιον
α) δημόσια σιταποθήκη ή χρηματικό ποσό για την αγορά σιτηρών
β) ειδικό χρηματικό επίδομα συμπληρωματικό τού μισθού τών στρατιωτών για την αγορά τροφής
γ) πιθ. ονομασία φόρου για την αγορά σίτου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”